- ἀποκρίσεων
- ἀποκρίσεω̆ν , ἄποκρισλςfem gen plἀποκρίσεω̆ν , ἀπόκρισιςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въпросъ — ВЪПРОС|Ъ (281), А с. 1.Вопрос: въпро(с): Нъ по что младеньци мьрѹть. а дрѹзии прѣстарѣють сѩ. и како дрѹзии правьдьнии сɤште мало живѹть. а дрѹзии зъло творѩште многа лѣта живѹть. (ἐρώτησις) Изб 1076, 124; къ простьреныимъ намъ… въпросомъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AD Responsum — dicti olim οἱ τῶ ἀποκρίσεων μηννταὶ, quas μηνύσεις qui faciebant, erant Secretarii, vel a Secretis. Hinc qui Vopisco in Divo Aureliano c. 36. dicitur Notarius Secretorum, is Zosimo vocatur τῶ ἔτρωθεν φερομένων ἀποκρίϚεων μηνυτής: id quod erat… … Hofmann J. Lexicon universale
APOCRISIARIATUS — apud Humbertum contra Graecδγ. calumnias, dignitas Apocrisiarii est. Erant autem Apocrisiarii Zosimo, τῶ ἔξωςεν Φερομένων ἀποκρίσεων μηνυταὶ, quos Vopiscus in Aureliano, c. 36 Notarios secretorum. Recentiores Latini, barbaros Graecos imitati.… … Hofmann J. Lexicon universale
επαλληλία — Θεμελιώδης αρχή της φυσικής, σύμφωνα με την οποία δύο ή περισσότερες ταλαντώσεις ή κύματα μπορούν να διαδοθούν στον ίδιο χώρο, το ένα ανεξάρτητα από το άλλο και να δώσουν μία μόνο συνισταμένη ταλάντωση ή κύμα. Το γεγονός ότι τα κύματα δρουν… … Dictionary of Greek
παρακατάβασις — άσεως, ή, Α [παρακαταβαίνω] (ως νομ. όρος στο αττ. δίκ.) η απάντηση εκ μέρους τού κατηγορουμένου στην αναίρεση τής απολογίας του εκ μέρους τού κατηγόρου, ανταπάντηση («προτέρων τε καὶ ὑστέρων λήξεις ἀποκρίσεών τε ἀνάγκας καὶ παρακαταβάσεων», Πλάτ … Dictionary of Greek
φωτοαίσθηση — η, Ν βιολ. το σύνολο τών βιολογικών αποκρίσεων τών οργανισμών στην προκαλούμενη από το φως διέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photoreception] … Dictionary of Greek
ιντερλευκίνες — Ομάδα πρωτεϊνών που ανήκουν στις κυτταροκίνες, δηλαδή στη μεγάλη κατηγορία διαλυτών μορίων που είναι υπεύθυνα για την επικοινωνία των κυττάρων κατά τη διάρκεια των ανοσοποιητικών αποκρίσεων. Συμβολίζονται ως IL· μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί… … Dictionary of Greek
Καλύβας, Γεώργιος — (μέσα 15ου αι. – αρχές 16ου αι.). Λόγιος από την Κρήτη. Αφού έμεινε για αρκετό διάστημα στη Ρόδο μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους (1522), επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου διετέλεσε ιερέας, δάσκαλος και καλλιγράφος. Είναι σίγουρο ότι… … Dictionary of Greek